Το περίφημο αυτό κείμενο του Sigmund Freud, δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1913. Από την αλληλογραφία του βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ιδέα γι` αυτό το έργο του ήρθε τον Ιούνιο του 1912. Σ` ένα γράμμα του -στον Ferenzi, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1913- άφηνε να εννοηθεί πως στην πραγμάτωση αυτού του έργου είχε παίξει ρόλο ένας "υποκειμενικός παράγοντας", το γεγονός δηλαδή ότι και ο ίδιος είχε τρεις κόρες.
Δύο σκηνές από τον Σαίξπηρ δίνουν την αφορμή στο Φρόυντ γι` αυτό το κείμενο. Η μία είναι από τον "Έμπορο της Βενετίας", όπου η όμορφη και συνετή Πόρσια καλείται να διαλέξει άντρα επιλέγοντας ανάμεσα σε τρία κουτιά, από χρυσό, ασήμι και μολύβι, που της προσφέρουν οι τρεις μνηστήρες που τη διεκδικούν. Η άλλη είναι από τον "Βασιλιά Ληρ", όταν γέρος πια αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις θυγατέρες του ανάλογα με την αγάπη που θα εκφράσουν γι` αυτόν.
Τις δύο αυτές σκηνές ο Φρόυντ τις ανάγει στους μύθους και στα παραμύθια, και εξετάζει το μοτίβο των τριών γυναικών είτε ως προς το ρόλο και την καταγωγή των μυθικών τριαδικών θεών του πεπρωμένου (Μοίρες, Ώρες, Χάριτες, για παράδειγμα) είτε ως προς τη λειτουργία της τρίτης αδελφής ή κόρης στα παραμύθια (στα παραμύθια των Γκριμμ, για παράδειγμα). Γιατί η εκλογή γέρνει προς την τρίτη; Τι αντιπροσωπεύουν τα κουτιά στο όνειρο; Ποια είναι η σχέση της εκλογής με το θάνατο; Ποια η διαδικασία της αντικατάστασης;
" [...] Η αναδρομική διασκευή που επιχείρησε ο λογοτέχνης με βάση ένα μύθο, τον οποίο παραποίησε η μετάλλαξη της επιθυμίας, αφήνει να διαφανεί το παλιό του νόημα τόσο καθαρά που μας δίνει ίσως τη δυνατότητα και για μία προφανή, αλληγορική ερμηνεία του μοτίβου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές που απεικονίζονται εδώ είναι οι τρεις αναπόφευκτες σχέσεις του άντρα με τη γυναίκα: η τεκνογόνος, η σύντροφος, η εξολοθρεύτρια. Ή οι τρεις μορφές που παίρνει κατά τη διάρκεια της ζωής του η μητέρα... [...]."