Ένας μακρινός βόμβος σαν αστραπή σε καταγάλανο ουρανό, πέρασε απ` τ` αφτιά τους, χώθηκε μες στην ψυχή και τη φαρμάκωσε.
"Αεροπλάνα!!..." φώναξαν πανικόβλητοι και σκόρπισαν μες στις λακκούβες που είχαν φτιάξει, πρόχειρα μα σχετικά ασφαλή καταφύγια, για τις αεροπορικές επιδρομές.
Σε δευτερόλεπτα σχίστηκε τ` ουρανού το καταπέτασμα από τη βοή, κοντέψανε να σπάσουν τα ακουστικά τους τύμπανα και οι βόμβες στη σειρά κομμάτιασαν και πέταξαν τριγύρω ξύλα, λαμαρίνες, ελενίτ και σκεύη απ` τις ανυπεράσπιστες παράγκες του καταυλισμού.
Μια βόμβα έπεσε στη μέση της αυλής, εκεί που λίγο πριν η νύφη κι ο γαμπρός μοίραζαν το χαμόγελο της ευτυχίας τους αντίδωρο στους καλεσμένους. Ευτυχώς πρόλαβαν όλοι να κρυφτούν.
Μόνο τα δυο παιδάκια, που με το αθώο τους παιχνίδι πήγαν να γευτούν την ευτυχία του γάμου, δεν ξεγλίτωσαν. Του χάρου το δρεπάνι, σχίζοντας το χρόνο με τουρμπίνες και ατσάλινα φτερά, τα πρόφθασε την ώρα που ο γαμπρός έδινε το φιλί στη νύφη και τα θέρισε.
Ένα χεράκι εδώ, ένα κεφάλι εκεί, δύο πόδια δέκα μέτρα παραπέρα. Γέμισε η αυλή κομματιασμένη αθωότητα!...