Τι να πω γι αυτό το έργο; Πώς ξεκίνησε; Πόσα χρόνια το γράφω και το σβήνω ή πόσο το αγαπώ; Να ξεκινήσω από το τέλος. Σαν γνήσια ψυχασθενής λοιπόν, αγαπώ τους φόβους και τους εφιάλτες μου. Αυτό το έργο είναι ένας εφιάλτης. Ένας εφιάλτης που κάποτε ήταν όνειρο. Κάποτε τρέχαμε με τα ποδήλατα στον χωματόδρομο έχοντας στην τσέπη λίγο ψωμί με τυρί και άμμο. Κάποτε κλέβαμε μούρα και τα τρώγαμε άπλυτα. Κάποτε στήναμε καρτέρι στη γωνία δίπλα από την εκκλησία για να δούμε αυτόν που μας είχε πάρει την καρδιά. Κάποτε περιμέναμε τη φίλη μας ώρες μέσα στη βροχή. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα. Δεν υπήρχαν κάμερες στους δρόμους ούτε υπολογιστές. Δεν υπήρχαν καν ριάλιτι. Ο εφιάλτης μου είναι η ζωή που αφήνουμε κι αυτή που υποδεχόμαστε. Η απομόνωση. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]