Είναι σχεδόν αδύνατο να καταγραφεί το οδοιπορικό τόσων ανθρώπων μέσ` από σπαρασσόμενα εδάφη και ξένες επικράτειες, ωσότου αθέλητα καταλαγιάσουν σε νέους τόπους που όμως γίνανε η δεύτερη πατρίδα. Και όμως, η πρώτη δεν έμεινε απλά στο υποσυνείδητο. Ακόμα και άσπλαχνη, ήτανε πανταχού παρούσα. Πώς, άλλωστε, ήταν νοητό να γίνει διαφορετικά; Καιρό μετά η οδύσσεια θα τελειώσει. Τ` αχνάρια όμως μείνανε ανεξίτηλα στο σώμα και τη μνήμη σαν αριθμοί από το ολοκαύτωμα. Θα συνεχίσει επαναλαμβανόμενος έτσι, με μια μορφή που θυμίζει αρχαία τραγωδία, κείνος ο αιμάτινος χορός ενός λαού που γρήγορα ξεχνά και εύκολα παθιάζεται. Θα `τανε θεία ευχή κάπου εδώ αυτός ο κύκλος να `κλεινε, έστω κι αν τα τελευταία θύματά του ήτανε, πράγματι, εντελώς μα εντελώς αχρείαστα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]