Η μέρα έξω ήταν ηλιόλουστη και ζεστή σαν χάδι. Το χρυσαφί αστεράκι κοιμόταν στο μαξιλάρι της Χριστίνας του καλού καιρού. Εκείνη ανακάθισε στο κρεβάτι της και μια σκέψη άρχισε να στριφογυρνά στο μυαλό της, όπως στριφογυρνά το μαλλί της γριάς γύρω από το λεπτό ξυλάκι: «Αυτούς που αγαπάμε πρέπει να τους αφήνουμε ελεύθερους και να τους βοηθάμε να κάνουν αυτό που επιθυμούν». Της φάνηκε δύσκολο της Χριστίνας να το δεχτεί στην αρχή. Και μόνο η σκέψη πως έπρεπε να αποχωριστεί το κατακόκκινο λουλουδάκι της τη στενοχωρούσε. Όμως το αγαπούσε τόσο αυτό το μονάκριβο, το πιο όμορφο, κατακόκκινο και τρυφερό λουλούδι του κόσμου. . . «Αφού το αγαπάω και το νοιάζομαι αληθινά», είπε στο τέλος, «πρέπει να το στείλω εκεί που θα είναι πραγματικά ευτυχισμένο. Αν είναι αυτό ευτυχισμένο, τότε θα είμαι κι εγώ. Γιατί αληθινή αγάπη σημαίνει ελευθερία», είπε χαμογελώντας το Χριστινάκι και ένιωσε γαλήνη στην καρδιά της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]