Η Ζωή δε θυμόταν πότε οι λέξεις άρχισαν να μεταφράζονται σε πολύχρωμες εικόνες στο παιδικό της κεφάλι. Έτσι ήταν από την αρχή. Από τότε που απέκτησε συναίσθηση του εαυτού της, ο ήχος κάθε λέξης της προκαλούσε το ίδιο πολύχρωμο οπτικό ερέθισμα: η Κυριακή ήταν εκρού, με διάφανες οριζόντιες ρίγες. Η Αθήνα, που είχε σχήμα πεταλούδας, ήταν κόκκινη κι έσβηνε σε πράσινες ακτίνες με λευκό περίγραμμα. Η μαμά ήταν αχνοπράσινη, βελούδινη, με κεντημένα ροζ μπουμπούκια κινέζικου γαρίφαλου. Όταν η μαμά έφυγε ξαφνικά από το σπίτι, το πολύχρωμο σύμπαν της Ζωής ξεθώριασε. Ως τότε, είχε ταυτίσει την απώλεια με το θάνατο. Τίποτα δεν είχε προετοιμάσει όμως για την απώλεια της μαμάς, που έφυγε ζωντανή. Με τη θέλησή της. Έτσι ξεκίνησε το `Λεξικό των Χρωμάτων`. Για να `χει κάτι να της δείξει όταν θα γύριζε. Η Ζωή μεγάλωσε. Το Λεξικό τελείωσε από χρόνια. Όμως η μαμά δε γύρισε ακόμα. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]