Λεξικό: (το) [ουσ.]
Βιβλίο με λέξεις σε αλφαβητική σειρά, στο οποίο μπορείς να δεις τι σημαίνει και πώς γράφεται η κάθε λέξη καθώς και άλλες πληροφορίες.
Ξενόγλωσσο/ελληνικό λεξικό.
Δημοτικό: (το) [ουσ.]
Σχολείο όπου φοιτούν τα παιδιά από την ηλικία των 6-12 ετών.
Πηγαίνει στο δημοτικό.
Το Λεξικό του Δημοτικού: (το) [ουσ.]
Το νέο Λεξικό των εκδόσεων Μοτίβο για τα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη διαδικασία της σωστής μάθησης της ελληνικής γλώσσας. Οι μικροί μαθητές θα βρουν στις σελίδες του Λεξικού όλες τις πληροφορίες και τα παραδείγματα για την κατανόηση και τη σωστή χρήση των ελληνικών: άρθρα, επεξηγήσεις, συνώνυμα, ομόρριζα και αντίθετα. Το ζωηρό πορτοκαλί χρώμα στα λήμματα και η όμορφη εικονογράφηση κάνουν την μάθηση να μοιάζει με παιχνίδι!