Όταν ξυπνούσε, θυμόταν να ξανανάψει το πούρο του ή να αρχινήσει άλλο και η αιώρα ξεκίναγε κι αυτή το παλάτζο της. Για να μη σηκώνεται μάλιστα, είχε ένα σχοινί δεμένο στον απέναντι πάσσαλο, που το τραβούσε στο ξεκίνημα για να πάρει φόρα. Ο πάσσαλος κρατούσε, συντροφιά με άλλους πέντε, την πρόχειρη στέγη της εξέδρας του Ζοζέφ, που είχε τα πόδια της καρφωμένα στην πεντακάθαρη θάλασσα του τροπικού, σα ψηλοπόδαρος ερωδιός.
Λίγες στιγμές έδειχνε να θυμάται τον κόσμο τούτο. Κι όταν γινόταν αυτό, ήταν κάπως εκρηκτικό. Σαν παλικαράκι βρισκόταν άξαφνα στα πόδια του, σήκωνε το καβάλο του πανταλονιού του όσο μπορούσε κι άρχισε να μονολογεί, χορεύοντας μ` αργά βήματα, στρίβοντας και τη μέση του...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]