Εκείνο το μεσημέρι στο κυριακάτικο τραπέζι η Φρύνη σταμάτησε ξαφνικά να τρώει και είπε σπρώχνοντας δισταχτικά με τη γλώσσα ένα από τα μπροστινά δόντια της:
- `Μαμά, τούτο το δόντι μου κουνιέται`.
- `Να το βγάλουμε για να φυτρώσει το καλό δόντι`.
- `Και τούτο είναι καλό!` υπερασπίστηκε το κουνιστό δόντι της η Φρύνη.
Όμως, όσο και να το υπερασπίστηκε, εκείνο - το δόντι λέω- έκανε τα δικά του και μετά η Φρύνη περίμενε τη νεράιδα των δοντιών. Μη ρωτάς γιατί. Είναι μια ολόκληρη ιστορία και δε γίνεται να τη διαβάσεις όλη εδώ στο οπισθόφυλλο...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]