Όλα ξεκίνησαν με ένα κορίτσι... (γιατί, ναι, πάντα υπάρχει ένα κορίτσι). Ο Τζέισον Πρίστλεϊ την είδε ξαφνικά. Μοιράστηκαν μια απίστευτη, σύντομη, φευγαλέα στιγμή αμέτρητων πιθανοτήτων, κάπου στη μέση της Οδού Σάρλοτ, στο πολύβουο Λονδίνο.
Μέσα σε μια στιγμή, όμως, εκείνη εξαφανίζεται και ο Τζέισον μένει να κρατάει κατά λάθος την παλιομοδίτικη, μιας χρήσεως φωτογραφική μηχανή της.
Τώρα ο Τζέισον -πρώην δάσκαλος, πρώην σύντροφος, ερασιτέχνης συγγραφέας και διστακτικός ήρωας- βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα. Να την ψάξει; Μήπως είναι η γυναίκα των ονείρων του;
Όμως τα μόνα στοιχεία που έχει στα χέρια του είναι οι φωτογραφίες που βρίσκονται κρυμμένες σε αυτή τη μηχανή. Πώς αναστατώνεις μια πόλη των εφτά εκατομμυρίων κατοίκων έχοντας για μοναδικά όπλα σου το χιούμορ, την ανάμνηση μιας έντονης ματιάς και λίγες φωτογραφίες;...
Στεκόμουν στη γωνία της οδού Σάρλοτ όταν συνέβη. Ήταν γύρω στις έξι το απόγευμα και μια κοπέλα πάλευε να ανοίξει την πόρτα ενός λονδρέζικου ταξί κρατώντας διάφορα πακέτα...
Ήμουν έτοιμος να την προσπεράσω, γιατί αυτό κάνει κανείς στο Λονδίνο. Για να είμαι ειλικρινής, σχεδόν αυτό έγινε… αλλά μετά κόντεψε να της πέσει ο κάκτος...
Δεν ξέρω για ποιον λόγο το έκανα -γιατί όπως είπαμε εδώ είναι Λονδίνο- αλλά προσφέρθηκα να τη βοηθήσω... Και μετά ακολούθησε εκείνη η στιγμή. Η ματιά που μου έριξε, η φευγαλέα εντύπωση ότι κάτι γινόταν... Ένιωσα ότι ήταν μια αρχή. Αλλά ο ταξιτζής ήταν βιαστικός, ο βραδινός αέρας κρύος κι εγώ πολύ Βρετανός για να πω κάτι άλλο. Εκείνη με ευχαρίστησε και μου χαμογέλασε ξανά. ... Έκλεισε την πόρτα και είδα το ταξί να φεύγει...