Για τέσσερις αιώνες ο κοινοβουλευτισμός βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτειολογικής σκέψης. Αποτελούσε ένα οργανωτικό σχήμα που εξασφάλιζε τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και, στην συνέχεια, την άσκηση της σύμφωνα με την θέληση της Βουλής και, έμμεσα, του λαού. Στο πέρασμα όμως από τον 20ό προς τον 21ο αιώνα, η δυναμική του δείχνει να έχει εξαντληθεί: Η κομματική ταύτιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και των κυβερνώντων τείνει να καταστήσει πλασματική την πολιτική ευθύνη των τελευταίων και απαξιώνει την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν προς την Βουλή και το εκλογικό σώμα. Επιπλέον, η υποχώρηση του εθνικού κράτους ως πεδίου άσκησης της πολιτικής, η διαφαινόμενη επικράτηση της νεοφιλελεύθερης αυταπάτης, ότι η παγκοσμιοποίηση θα εξασφαλίσει μια αγαθή διακυβέρνηση που θα στηρίζεται στους αναλλοίωτους κανόνες της ηθικής, κάνουν τον προβληματισμό για το κοινοβουλευτικό σύστημα να δείχνει ξεπερασμένος. Η παρούσα ιδιαίτερα επίκαιρη μελέτη επιχειρεί να διερευνήσει τις αντιφάσεις που ενσωματώνονται στον κοινοβουλευτισμό της μετανεωτερικότητας και να φωτίσει την συμβολή της πολιτικής ευθύνης στην πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής. Αν το ζητούμενο στην δημοκρατία είναι η λογοδοσία των κυβερνώντων, το κοινοβουλευτικό σύστημα καθιστά τις κυβερνητικές πολιτικές αντικείμενο μιας οργανωμένης αντιπαράθεσης και επιβάλλει την αντιπαραβολή τους προς τις δεσμεύσεις που ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του αναλαμβάνουν κατά την άνοδο τους στην εξουσία. Η διακυβέρνηση με βάση την πολιτική εντολή που οι κυβερνώντες λαμβάνουν κατά τον διορισμό τους και η αναγωγή της δράσης τους στην βούληση του λαού αποτελούν εγγύηση του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά και ένα ανάχωμα στην συρρίκνωση της πολιτικής ως μεθόδου ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]