Σε αλλά μέρη οι άνθρωποι ονειρεύονται να γίνουν μεγαλύτεροι, να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητοι, να παντρευτούν την Κλωντέτ, να σκοτώσουν τον αντεραστή, να διπλασιάσουν την παραγωγή, να πάει η γιαγιά στο γηροκομείο, να θεραπεύσουν τη γρίπη και να τους κοιτάζουνε από τα ανθισμένα παράθυρα υστερικές Ναπολιτάνες θεές. Αλλά εμένα δε με νοιάζουνε αυτά τώρα που ο Άγρας βαδίζει προς τα βόρεια της Νάουσας για να ανταμώσει τον Ζλατάν.
Εμένα με νοιάζουνε οι Ιταλοί μετανάστες προς Αμερική έξω από το λιμάνι της Νάπολης τώρα που λάμπουν τα νερά στον καθρέφτη της θάλασσας, στον ατμό της θείας σελήνης. Και να τους νιώθω να περπατούνε στο λαδωμένο κατάστρωμα με την υπόξινη μυρωδιά του εμετού, καλοντυμένοι και λεροί, σκίζοντας το πλήρωμα του χρόνου όπως οι χρεοκοπημένοι τις επιταγές.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]