Αν η σημασία των ιστορικών γεγονότων υπολογίζεται με βάση τις αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, που προκαλούν, το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930 δικαίως κατέχει ξεχωριστή θέση στην ελληνική διπλωματική ιστορία του Μεσοπολέμου, μνημονευόμενο στα σχετικά εγχειρίδια ως σημείο καμπής στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Έντιμος και ιστορικά αναγκαίος συμβιβασμός σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, μονόπλευρη απεμπόληση συμβατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σύμφωνα με τους επικριτές του, το Οικονομικό Σύμφωνο παραμένει ακόμα και σήμερα ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Το Σύμφωνο, το οποίο ρύθμιζε τις εκκρεμότητες που είχαν αναφύει από την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, συνεπαγόταν αναμφισβήτητα μια θυσία εκ μέρους της Ελλάδας, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο. Η ελληνική υποχώρηση, ωστόσο, δεν αποτελούσε μια συγκυριακή επιλογή, ούτε υπήρξε αποκλειστικά συνέπεια της δυσμενούς διαπραγματευτικής θέσης της Αθήνας έναντι εκείνης της Άγκυρας. Υπήρξε πρωτίστως αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής που εγκαινίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά τον εκλογικό του θρίαμβο τον Αύγουστο του 1928 και η οποία είχε ως κύριο στόχο την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν πρόδηλο ότι η ευόδωση των σχεδίων του Κρητικού πολιτικού θα ήταν αδύνατη, εάν προηγουμένως δεν διευθετούνταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα εκκρεμή ζητήματα που σχετίζονταν με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, και ειδικότερα το πρόβλημα των περιουσιών των προσφύγων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]