Κάποια στιγμή εκείνη του έριξε μια φευγαλέα ματιά μέσα από τον καθρέφτη της. Μια γρήγορη σμαραγδένια ματιά τόσο κοφτερή, που του τρύπησε, του έκαψε και του ξέσκισε την καρδιά. Σάστισε. . . Προσπάθησε μάταια να διώξει τη γοητεία της στιγμής εκείνης. Σπασμένος καθρέφτης, σκέφτηκε, ίσως να σημαίνει γρουσουζιά. . . Ένιωσε ανόητος και κίνησε να φύγει. Την προσπέρασε με τα μάτια κατεβασμένα και, προτού στρίψει στην πρώτη γωνία, σταμάτησε και την κοίταξε επίμονα, για ν` αποτυπώσει και να κρατήσει στην ψυχή του την εικόνα της που τον μάγεψε. Τότε, εκείνη γύρισε αργά τα μάτια της και τα κάρφωσε στα δικά του. Αυτό ήταν. . . Ο κεραυνός. . . Η χαριστική βολή. . . Το χτύπημα που τον αποτελείωσε!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]


