Μα δεν είναι ιεροσυλία; Μπορεί το πόδι ενός ανθρώπου να είναι το πόδι του θεού; Ποιο πάθος μπορεί να κρύβει η κραυγή ενός τυμπανιστή που ουρλιάζει κάθε φορά που ο Κόμης σηκώνεται ψηλά στον ουρανό και δίνει ένα φιλί στην μπάλα, για να γίνει εκείνη ένα χαρούμενο κορίτσι που νομίζει ότι τα δίχτυα είναι νυφικό πέπλο; Το ποδόσφαιρο, σ` αυτό το μυθιστόρημα, περνάει σε δεύτερη μοίρα. Γίνεται μόνο η αφορμή, ένα παιχνίδι που παίζει ένα παιδί που δεν μεγαλώνει ποτέ. Ένα παιχνίδι με τη Μοίρα, τον Έρωτα, το Χρόνο, την Προδοσία, τη Μοναξιά, τη Ζωή. Γιατί ο Χρήστος Αργυρίου, ο Κόμης, είναι ο ήρωας ενός λαμπρού κόσμου, το αστέρι που μεσουρανεί, ο παίκτης που πρέπει να νικήσει. Ποιον άραγε; Στο κέντρο ενός γηπέδου και γύρω του οι άλλοι. Η πρώην γυναίκα του, η κόρη του, η Χαρά, η Έλενα, ο φίλος του, ο πατέρας του, οι εχθροί του, ο κόουτς, ο Μπαρδώνης, ο διάδοχός του κι άλλοι πολλοί στις εξέδρες που μοιάζουν με κερκίδες ρωμαϊκής αρένας. Μα δεν είναι ιεροσυλία; Το δεξί πόδι του θεού να είναι το δεξί πόδι ενός θνητού; Όχι, όταν πρόκειται για το δεξί πόδι ενός παιδιού!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]