Δεν ήξερε τι να του πει. Να επιμείνει με αγανάκτηση στην αθωότητά της ή να ξεσπάσει σε οργισμένες κατηγορίες; Εκείνος λες και διάβασε τις σκέψεις της. «Έχω όλες τις αναγκαίες αποδείξεις». Η Κίτι έβαλε τα κλάματα. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της χωρίς να της προκαλούν ιδιαίτερη αγωνία. Δεν έκανε προσπάθεια να τα σκουπίσει: το κλάμα της έδινε λίγο χρόνο για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της. Αλλά αισθανόταν άδειο το κεφάλι της. Εκείνος την παρατηρούσε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η αταραξία του την τρόμαζε. Ξαφνικά έχασε την υπομονή του. « Δεν ωφελεί και πολύ να κλαις, ξέρεις». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]