ΔΥΣΗ ουσ.: Το τμήμα του κόσμου που εκτείνεται δυτικά (ή ανατολικά) της Ανατολής. Κατοικείται στο μεγαλύτερο μέρος του από Χριστιανούς, ένα ισχυρό φύλο Υποκριτών, οι οποίοι παράγουν κυρίως δολοφονίες και απάτες· «πολέμους» και «εμπορικές συναλλαγές» τις ονομάζουν αντίστοιχα. Το ίδιο και οι κάτοικοι της Ανατολής, οι οποίοι επίσης παράγουν κατά κύριο λόγο τα ίδια προϊόντα. ΜΑΝΝΑ (το) ουσ.: Τροφή που δόθηκε ως εκ θαύματος στους Ισραηλίτες, ενώ βρίσκονταν στην έρημο. Όταν σταμάτησε ο σχετικός ανεφοδιασμός, εγκαταστάθηκαν μόνιμα σ` έναν τόπο, όργωσαν τη γη και σε πρώτη φάση χρησιμοποίησαν για λίπασμα τους ιθαγενείς κατοίκους της. ΠΡΟΕΔΡΙΑ ουσ.: Γουρούνι ωραίο και παχύ· παίζει στα καταπράσινα λιβάδια της αμερικανικής πολιτικής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]