Τριάντα δύο χειμώνες δεν κατάφεραν να απαλύνουν τη λαύρα εκείνου του καυτού Ιούλη του `74 που τσουρούφλισε τις καρδιές κι άφησε ματωμένα τα όνειρα να ξεστρατίζουν. . . Τριάντα δύο χρόνια μετά την εισβολή, το εφιαλτικό όνειρο κρατάει το Γιάννη ξάγρυπνο τις νύχτες. . . Οι κραυγές της μάνας του σχίζουν τον άνεμο, σμίγουν με τις οβίδες και τους καπνούς, ώσπου η ψυχή της λευτερώνεται κι ανεβαίνει στον ουρανό. . . Μια πεντάμορφη οπτασία, με τα μαύρα της μαλλιά ν` ανεμίζουν στον άνεμο, κρατά στα χέρια λευκό περιστέρι και τον αποχαιρετά. . . Εκείνος ο Ιούλης του `74 έκοψε τη ζωή του στα δυο. Η μισή κοιτάει μπροστά, γίνεται ένας πετυχημένος μεγαλοεπιχειρηματίας, η άλλη μισή κοιτάει απέναντι, την τουρκοκρατούμενη πατρίδα του, εκεί που χάθηκαν τα όνειρα κι όλοι όσοι αγάπησε. . . Η Αριάδνη, από την άλλη, από μια παράξενη συγκυρία αφήνεται να την παρασύρει το πάθος ενός αχαλίνωτου έρωτα. Η βελούδινη ματιά του Τουρκοκύπριου Αχμέτ την καθοδηγεί ανεξέλεγκτα στο πεπρωμένο. . . Η άυλη παρουσία κρατάει αόρατα νήματα και τους οδηγεί στης μοίρας το γραμμένο. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]