Το Άγιον Όρος το πρωτογνώρισα τον Σεπτέμβριο του 1966, τρία χρόνια μετά τις εορταστικές εκδηλώσεις για τα χίλια χρόνια της Μεγίστης Λαύρας. Επισκέφτηκα ως φοιτητής της Φιλοσοφικής και τα είκοσι μεγάλα αθωνικά μοναστήρια, συνδυάζοντας τις πεζοπορίες στα ειδυλλιακά καλντερίμια και τις δια θαλάσσης μετακινήσεις με την `Αγία Άννα`.
Μετά δεκαπέντε χρόνια επέστρεψα υπό την ιδιότητα υπαλλήλου στο υπουργείο Πολιτισμού, ως αρμόδιος για τη Διατήρηση της Αγιορείτικης Κληρονομιάς. Οι επισκέψεις μου συνεχίστηκαν ακόμη πιο πυκνά κατά την τελευταία δεκαετία που συνέπεσε με τη συνταξιοδότησή μου.
Σε μια από αυτές, το 2006, προς ανταπόδοση των ωραίων ημερών που είχα ζήσει στο περιβόλι της Παναγίας από το 1966 και εξής, πήρα την απόφαση να συντάξω μια μελέτη αφιερωμένη στις εν πολλοίς άγνωστες διαχρονικές σχέσεις των Αθωνιτών πατέρων με την καθολική Δύση. Με είχε ιδιαίτερα εντυπωσιάσει το ότι όσοι με είχαν ακούσει να μιλάω για την επί δυο αιώνες λειτουργία λατινικής μονής στον Άθω -των Αμαλφηνών Βενεδικτίνων- αγνοούσαν πλήρως το γεγονός. Το γεγονός αυτό υπήρξε το έναυσμα για τη σύνταξη της παρούσας μελέτης, διευρυμένης με τις άγνωστες στους πολλούς πτυχές των σχέσεων του Αγίου Όρους με την καθολική Δύση από το 963 ως το 1963. Σ` αυτό συνίσταται η πρωτοτυπία των τριακοσίων σελίδων που έχετε στα χέρια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]