Οι τρεις σημαντικότεροι σταθμοί της ιστορικής πορείας της Χίου κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, είναι αδιαμφισβήτητα το 1822, έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η σφαγή, το 1881, με τον φοβερό και πολύνεκρο σεισμό και το 1912, όταν το νησί πέρασε πλέον στην ελληνική κυριαρχία. Τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τις τρεις αυτές σημαντικές χρονολογίες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή της καθημερινότητας και του τρόπου ζωής των κατοίκων του νησιού. Ενός τρόπου ζωής, του οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό από το 1922 και μετά, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση για τις λεπτομέρειες του καθημερινού βίου της πόλης κατά τα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα.
Το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό, αφού παρουσιάζει μέσα από αναμνήσεις ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή, άγνωστες λεπτομέρειες από την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της Χίου. Επίσης, μας δίνει πληροφορίες για την εκπαίδευση και τη διοίκηση επί τουρκοκρατίας και περιγράφει σοβαρά κι ευτράπελα, σημαντικά κι ασήμαντα συμβάντα της καθημερινότητας.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου περιέχονται οι αναμνήσεις του Νικολάου Κωνσταντινίδη, ο οποίος έζησε τα παιδικά του χρόνια στο κέντρο της πόλης, αφού κατά το 1870-80 το σπίτι της οικογένειάς του ήταν στην Απλωταριά. Ο Νικόλαος Κωνσταντινίδης αναχώρησε από τη Χίο στα μέσα περίπου της παραπάνω δεκαετίας και μετά από σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση στη Γερμανία, επέστρεψε στη Χίο στα τέλη του 1925. Τότε, βλέποντας τις αλλαγές που είχαν συμβεί στην εικόνα και στη ζωή της πόλης κατά τα πενήντα χρόνια της απουσίας του, αποφάσισε να σημειώσει τις αναμνήσεις του από τη ζωή του στη Χίο πριν την αναχώρησή του, αφήνοντας έτσι, εν γνώσει του, μια μεγάλη και σημαντική κληρονομιά από πληροφορίες και ιστορικά ντοκουμέντα.
Στο δεύτερο μέρος του παρόντος βιβλίου περιέχονται οι αναμνήσεις αγνώστου αρθρογράφου, οι σχετικές με τους "γραφικούς" τύπους της εποχής, η συμπεριφορά και οι συνήθειες των οποίων έμειναν για αρκετά χρόνια ως "ευτράπελες ιστορίες" στο στόμα του λαού. Δεν θα είχαν όμως σωθεί αν δεν καταγραφόταν, αφού το πέρασμα του χρόνου αντικαθιστά ακόμη και τους "γραφικούς" από άλλους, και η κοινωνία συνεχώς εκσυγχρονίζει το ενδιαφέρον της, σχολιάζοντας τους νεώτερους κι αφήνοντας τους παλιούς στην ησυχία της μνήμης. [...]
(από τον πρόλογο του Γιάννη Μακριδάκη)