Η Χρυσούλα στρώθηκε στην ψάθινη πολυθρόνα με τα μαξιλάρια τα παχιά κι απολάμβανε το βραδάκι. Η ψυχή της έψαχνε κουράγιο για ν’ αντέξει το σήμερα, να ξεχάσει το χθες και να τολμήσει το παρακάτω. Νόμιζε πως είχε τη δύναμη να δαμάσει της στεριάς τα κύματα , αλλά η ζωή παίζει το παιχνίδι της με τους δικούς της κανόνες. Ό,τι χρωστάει το δίνει, αλλά ό,τι χαρίζει το παίρνει πίσω με τόκο. . . Ο άντρας της καπετάνιος, μα εκείνη καπετάνισσα και συνάμα τιμονιέρης. Ήταν και το σκαρί, και το πανί, και το κατάρτι. Ήταν και κυματοθραύστης, και το λιμάνι το απάνεμο. Με μια λέξη, ήταν η Μάνα. Και η Ελπίδα, η Βασιλική και η Μάρθα έπρεπε να βρουν το δρόμο τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]