Το 1861 το πλοίο Φόργουορντ ξεκίνησε από την Αγγλία κι έπλευσε προς τις βόρειες θάλασσες υπό τη διοίκηση του δεύτερου καπετάνιου του, αλλά κανείς δε γνώριζε τον προορισμό του. Η κατασκευή, ο εξοπλισμός κι οι προμήθειές του μαρτυρούσαν ότι μάλλον ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι στις παγωμένες αρκτικές θάλασσες. Κάποια στιγμή στο πλοίο εμφανίστηκε ο καπετάνιος Χάτερας, ο οποίος έως τότε ήταν μεταμφιεσμένος σε απλό ναύτη, κι ανέλαβε τη διακυβέρνηση, προς απογοήτευση του δεύτερου καπετάνιου, που μέχρι τότε νόμιζε ότι τελικά αυτός θα ήταν ο πλοίαρχος. Ο Χάτερας ήταν πεπεισμένος ότι γύρω από το Βόρειο Πόλο υπήρχε τους καλοκαιρινούς μήνες μια ανοικτή, ελεύθερη από πάγους θάλασσα, την οποία, αν εκμεταλλευόταν, θα έφτανε πρώτος απ` όλους τους ανθρώπους στον πόλο.
Όμως, ένας πρόωρος χειμώνας παγίδευσε το πλοίο του στους πάγους. Τα καύσιμα για θέρμανση και τα τρόφιμα τελείωσαν, ενώ το πλήρωμα άρχισε να δυσανασχετεί. Ο Χάτερας μαζί με τρεις συντρόφους του προσπάθησαν να φτάσουν σ` ένα σταθμό ανεφοδιασμού προς νότο, αλλά η πορεία ήταν καταστροφική κι ένας από την αποστολή πέθανε. Ωστόσο, ανακάλυψαν μισοπεθαμένο έναν Αμερικανό που ήταν ο τελευταίος επιζών από το αμερικανικό πλοίο Πορπουάζ, το οποίο επίσης είχε αποκλειστεί στους πάγους. Επιστρέφοντας στο Φόργουορντ διαπίστωσαν ότι το πλήρωμα είχε στασιάσει, είχε λεηλατήσει το πλοίο κι είχε φύγει προς νότο. Άφησαν πίσω τον πιστό στον πλοίαρχο ξυλουργό του πλοίου και πυρπόλησαν το Φόργουορντ. Οι τέσσερις Άγγλοι με το μισοπεθαμένο Αμερικανό βρέθηκαν εγκαταλειμμένοι στην παγωμένη έρημο της Αρκτικής.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]