Οι υποψίες που με βασάνισαν χρόνια, τώρα έγιναν αβάστακτες. Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, παραμόνευαν σαν τον κλέφτη που καραδοκεί να εισβάλει σ’ ένα αφύλακτο σπίτι. Έβλεπα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και. . .όχι, δεν ήταν θλίψη, ήταν κάτι σαν φόβος, ένα φόβος ανίκητος και απελπιστικός. «Αυτό το πρόσωπο δεν μοιάζει με του γιου μου. . .»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]