Όταν κάποτε γίνεται δυσβάστακτη η νοσταλγία για όσα σαν λίκνο της ύπαρξής σου και σαν κοιτίδα της ζωής σου αναγνωρίζεις κι όταν η ανάγκη για να νιώσεις πάλι κοντά σου εκείνους που της ράτσας σου ήταν χορηγοί και της κληρονομιάς σου οι πρώτοι κτήτορες σε βασανίζει, τότε, τα συναισθήματα τούτα πιέζουν ασφυκτικά της ψυχής την αντοχή και του μυαλού τα όρια κι απαιτούν να εκτονωθούν, με όποιο τρόπο, για ν` ανακουφιστούν, να γλυκάνουν και να θεραπευτούν. Σ` αυτές τις περιπτώσεις άλλος τα ξεπλένει με δάκρυα κι αναστεναγμούς κι άλλος με χορούς και με τραγούδια, άλλοι δε, οι περισσότεροι, τα ξορκίζουν με αναφορές κι αφηγήσεις προφορικές και γραπτές γεμάτες καημό και λαχτάρα. Σε τέτοιες στιγμές ανάγκης αυτοΐασης γράφτηκαν τούτα τα διηγήματα. Σαν ροδοπέταλα που σκόρπισε το πρώτο χειμωνιάτικο βοριαδάκι πάνω στην καταπράσινη βραγιά και σαν δροσοστάλες ευεργετικής βροχούλας στα χρυσοκίτρινα φθινοπωριάτικα φύλλα, έτσι έπεσαν κι οι αναμνήσεις μου στο καταδεχτικό χαρτί κι είναι ν` απορεί κανείς το πώς μεταμορφώθηκαν σε λέξεις από την ντοπιολαλιά μας, σε φράσεις ειπωμένες σε χρόνους άλλους παλιούς, απόηχους του παρελθόντος, μα και σε μηνύματα και παρακαταθήκες κουλτούρας, ηθών, εθίμων και παράδοσης, εκείνων που υπήρξαν και θα υπάρχουν όσο δεν τους ξεχνούμε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]