"...Η Ρούλα μού δίνει τα χέρια της. Είναι απλή, το σώμα της διαγράφεται γλυπτό κάτω απ` το φόρεμα. "Κάθισε", μου λέει, και μου δείχνει το κρεβάτι όπου κάθεται. Αρνιέμαι. Μ` αρέσει απόψε τόσο πολύ, η φτώχεια της, η μυρωδιά της μπουγάδας, το παντοτινό χαμόγελο, τα αφράτα, ξυπόλυτα πόδια της, θέλω τόσο πολύ να την αγκαλιάσω, να πιάσω τα πόδια της, να τα φιλήσω, όπως ο εγκληματίας τα πόδια της πόρνης Σόνιας, όταν μετανοεί, και φοβάμαι να καθίσω δίπλα της, μήπως μαγνητιστώ και τα χάσω".