Χρειάστηκε να συλλογιστώ πολύ, πριν αποφασίσω οριστικά να αφιερώσω το βιβλίο μου τούτο στον Καβάφη, Ερχόμουν από χώρα του Παλαμά κ` έπρεπε να πορευτώ στους αντίποδες. Η μετατόπιση κατείχε κάποιο θέλγητρο -σαν ένα ταξίδι της ανήσυχης φαντασίας ανάμεσα στους πλανήτες που φωσφορίζουν στο διάστημα. Μα πραγμάτωνε σύγκαιρα και μιαν ανάγκη βαθύτερη, την ανάγκη που νιώθει ο κουρασμένος άνθρωπος της πολιτείας για λίγη σιωπή, για λίγη μοναξιά. Και το παράδοξο ίσια, ίσια στην περίσταση είναι τούτο: που ο Παλαμάς, ο ασάλευτος, ο αταξίδευτος, ο δεμένος με την έγνια της καθημερινής χαμοζωής και με την αγιάτρευτη νοσταλγία της ανοιχτής φύσης, αφήνει στο πέρασμά του τη σύσμιχτη βοή της αγοράς. Και ο Καβάφης, ο ακόλαστος εραστής του πολυκίνητου δρόμου, αναδίνει το άρωμα της κατασταλαγμένης γαλήνης. [...]
(Από τον πρόλογο του βιβλίου)