ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
`Καταιγίδα`:
Έπιασε το πόμολο της πόρτας
και ένιωξε τέτοια μοναξιά,
που έσκυψε και φίλησε το κρύο σίδερο.
Ξέρετε, τα πόμολα γνωρίζουν πολύ καλά
να ξεχωρίζουν το χέρι του κυνηγημένου
από το χέρι του καλού αστού.
Κυνηγημένος και στάζοντας αίμα
άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σκοτάδι,
τη στιγμή π` ακούγονταν απ` το ραδιόφωνο
ένας σκοπός - `τάχα τι να γύρεψαν στα χλομά σου μάτια` -
(συμπληρώνοντας έτσι το σκηνικό της καταιγίδας του).