Βουκουρέστι, 1985. Η πιο δύσκολη δεκαετία του εικοστού αιώνα για τη Ρουμανία. Μια χώρα υπό κατεδάφιση. Κόμμα, κράτος, ασφυξία. Όσοι μπορούν φεύγουν. Όσοι μένουν προσπαθούν να αντέξουν. Δυο άνθρωποι, πετεινά του ουρανού. Η εύθραυστη Τοφάνα. Επάγγελμα μετανάστρια. Εδώ και δυο χρόνια περιφέρει τις ετοιμόρροπες ελπίδες της για μια καλύτερη ζωή σε όλες τις πρεσβείες. Τριάντα δύο χώρες, τριάντα δύο αιτήσεις για βίζα μετανάστευσης, η ίδια απόρριψη. Ο φόβος της σύλληψης και της φυλακής την οδηγεί σ` έναν δάσκαλο ανατολικής ιατρικής, για να τη βοηθήσει να αντέχει στον πόνο. Τον πόνο που καιροφυλακτεί. Σαντού Ταριβέρντε, ο ξεπεσμένος βογιάρος των κατεδαφιστέων σπιτιών. Επάγγελμα άστεγος. Πρώην καθηγητής, νυν ρακένδυτος φιλόσοφος. Αναλογίζεται την ελευθερία του, ξαναθυμάται το επεισόδιο που σημάδεψε για πάντα τη ζωή του: τη σύλληψη, τη σύντομη κράτηση στις φυλακές της Τζιλάβας, τη δίκη. Τα ερείπια ενός άντρα μέσα στα ερείπια ενός σπιτιού. Ποιο θα γκρεμιστεί πρώτο; Κάποιος είπε ότι οι Ρουμάνοι δεν αυτοκτονούν, κατεβάζουν τα ρολά και περιμένουν. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]