Με αυτά τα παραμύθια, προσπαθώ να διαβώ την ομίχλη που σκεπάζει το παρελθόν μου και να επιστρέψω στην παιδική μου ηλικία. . . Βλέπω καθαρά πλάι στην πέτρινη βρύση το πρόχειρο τσίγκινο υπόστεγο, όπου γινόταν η απόσταξη του τσίπουρου. . . κι εμείς κοντά στη φωτιά να ψήνουμε αμύγδαλα και καλαμπόκια και ν` ακούμε ιστορίες από τους γεροντότερους. . . Έρχονται στο νου μου οι κρύες νύχτες του χειμώνα, τότε που όλοι μαζεμένοι δίπλα στη φωτιά, κρεμόμασταν από τα χείλη της γιαγιάς ν` ακούσουμε κάποιο παραμύθι. . . (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]