(. . .) Μια φωνούλα μου λέει συνέχεια πως είναι θαμμένη στην πέτρα. Κοιτάζω, δεν είμαι σίγουρη. Έχει σκαλισμένο το πρόσωπο μιας κοπέλας. Βάζω το αφτί μου πάνω της, βγαίνει κάτι σαν ανάσα, σαν λυγμός. Βιάζεται να ζωντανέψει. Οι άλλοι μου λένε λόγια σαν μελωμένους λουκουμάδες. . . αλλά εγώ την αγκαλιάζω όταν μ` αφήνουν στην ησυχία μου. (Η γυναίκα με τα Μάγια) Μπήκαν στη ζωή της και την ξεπάτωσαν. Προσχεδίαζαν με φθόνο το τέλος της. Οι λέξεις κι οι πράξεις τους καταχωνιάστηκαν στην ψυχή της. Ώσπου κι εκείνη για να λυτρωθεί χώθηκε μέσα μου. . . (Η πέτρα)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]