Το νέο μυθιστόρημα του Μάριου Μιχαηλίδη οργανώνεται πάνω σε δύο αφηγηματικούς άξονες, έναν φαντασιακό-ποιητικό και έναν ρεαλιστικό, οι οποίοι, καθώς διαπλέκονται μεταξύ τους, δημιουργούν το αποτέλεσμα της αφηγηματικής πρωτοτυπίας.
Ο πρώτος έχει ως κεντρικό πρόσωπο ένα άτομο που καταφεύγει σ` ένα χώρο μοναχικής εγκαταβίωσης στο υψίπεδο της ατέρμονος φυγής και ασχολείται με τη συγκέντρωση αλόγων και φοράδων. Όμως, οι μνήμες τον ακολουθούν.
"Εκ βαθέων" αναδύεται η μορφή του προπάππου του, εύελπι που υπηρέτησε στο βασιλικό ιππικό, επί Όθωνος. Μάλιστα, υπήρξε ευνοούμενος του βαυαρού βασιλιά και ιδίως της Αμαλίας... Ο δεύτερος αφηγηματικός άξονας αφορά την περίοδο του κινήματος του Μακρυγιάννη.
Ο αφηγητής (τριτοπρόσωπος, παντογνώστης) κινείται ελεύθερα και στα δύο επίπεδα αφήγησης και αφήνει τον αναγνώστη να βιώσει τους τρόπους και τα τεχνάσματα με τα οποία προωθείται ο μύθος, αλλά και να ξαφνιαστεί στο τέλος, με δύο απροσδόκητες ανατροπές.