Ποίημα προοιμιακόν γραφέν κατά τα μέσα της τρίτης νύκτας
ΟΤΑΝ καταλαγιάζη η λυρική θέρμη του ποιήματος
και πάνε νήπια φρόνιμα να κοιμηθούν οι λέξεις,
μεταφέρεσαι από τόπο πορφυρού παραληρήματος
σε μια τεφρήν ερμιά. Και δεν μπορείς και να διαλέξης.
Ψιθυρίζοντας τότε το συνηθισμένο ανάθεμα
γείρε στην πολυθρόνα, σύχασε κι αποκοιμήσου.
Μα αν το μπορής, μεγαλοφώνως πες ένα παράθεμα
απ` τον Απόστολο και κάμνε ευλαβητικά την προσευχή σου.
Ύστερα τα γραφτά σου ξανακοίταξε. Το χέρι σου
κι αυτό να ευλαβηθή ακολουθώντας την έρρυθμη χαρά σου.
Κατόπι άνοιξε το παράθυρο. Τάγισε το περιστέρι σου.
Ευχαρίστησε τον Ποιητή των Ουρανών. Κι αποξεχάσου.
Έτσι ευλογήθηκα μια νύχτα του Δεκέμβρη αξημέρωτη·
σαν από λήθαργο και ξύπνησα μες στην καρδιά της Ιστορίας.
Αυτά. Κι οφείλω να σας πω, για να μην είστε ανενημέρωτοι,
πως ό,τι έπεται είναι, η αφήγηση του Αλέξη και της Μαρίας.