Σεπτέμβριος 1984. Μ/V `ΘΕΟΦΑΝΩ`. Βισκαϊκός κόλπος (`Μπέης` στην ορολογία των ναυτικών). Στην καμπίνα του Αλέκου του λαδά βρίσκονταν εκτός απ` τον ίδιο, άλλοι δυο ναύτες. Ο Φώντας (κατά κόσμον Ξενοφών) και ο Τζιμάκος. Κι οι τρεις γύρω στα εικοσιπέντε, είχαν τακιμιάσει από την πρώτη στιγμή κι είχαν γίνει κολλητάρια. Είχαν ανοίξει ένα Ballantines και το ψιλοέτσουζαν κουβεντιάζοντας για τι άλλο; Για γυναίκες φυσικά. Κι όταν λέμε γυναίκες, εννοούμε γυναίκες του λιμανιού. Αλανιάρες, παλαβές, παθιάρες, ματαιόδοξες, ζηλιάρες, άλλες πάλι λίγο μεγαλύτερες σε ηλικία, μπεκροκανάτες, παραδόπιστες, εγωίστριες, φαντασμένες.
Λίγα ήταν τα κρίνα σ` αυτό το περιβόλι και τα περισσότερα τσαλαπατιότανε χωρίς οίκτο απ` τη βαρβαρότητα και την αμορφωσιά των ναυτικών κάθε νατσιόνας. Σκεύη ηδονής ήταν. Ορμές, βαρβατίλα και βίτσια βολεύονταν όλα σ` αυτά τα σκεύη κι ύστερα τα πέταγαν αδιάφορα σε μιαν άκρη λες κι ήταν μιας χρήσεως. Κάπου κάπου ξεπετιόταν και κάνας έρωτας, αλλά τόσο απελπισμένος, τόσο απροσάρμοστος που φοβόταν να πουν ακόμα και τ` όνομα του, κι έτσι έμενε απλά ως `καψούρα`, κάτι που έχει να κάνει μόνο με τη σάρκα και όχι με το φτερούγισμα της ψυχής και του πνεύματος. Όλα αυτά τα φτερουγίσματα και τα τρέμουλα της ψυχής, τα κρατούσαν βαθειά μέσα τους. Ντρεπόντουσαν να τα βγάλουν πιο έξω. Δεν υπήρχε χώρος στο βαπόρι να τα δεχτεί. Όλοι οι χώροι είχαν γεμίσει αλαζονεία και σκληράδα, κεριά αναμμένα στο βωμό που λατρευότανε το αντριλίκι, η παλιανθρωπιά και η κονόμα. [. . .]