. . .Έχω τόσα πολλά να πω στον μπαμπά μου, που τα γράφω σ` ένα τετράδιο για να μην τα ξεχάσω. Γιατί τις μέρες που έχω σχολείο, όταν γυρίζει ο μπαμπάς μου από τη δουλειά, είναι βράδυ κι εγώ κοιμάμαι και δεν το βλέπω. Την Κυριακή ο μπαμπάς δε δουλεύει, αλλά κοιμάται γιατί είναι κουρασμένος ή βλέπει τηλεόραση, γιατί, όταν είσαι κουρασμένος, η τηλεόραση σε ξεκουράζει, επειδή μιλάνε συνεχώς αυτοί που παίζουν μέσα στην τηλεόραση κι εσύ δεν είσαι αναγκασμένος να τους απαντάς. Το Σάββατο ο μπαμπάς μου δεν κοιμάται, αλλά πάει σε μινάρια για να μάθει να δουλεύει πιο πολύ, και ύστερα, το βράδυ, πηγαίνουν με τη μαμά και τους φίλους τους να ρίξουν έξω κάτι που δεν ξέρω τι είναι, γιατί όλο λένε «θα το ρίξουμε έξω το Σάββατο» αλλά δε λένε τι είναι αυτό που ρίχνουν. Γι` αυτό, όταν μεγαλώσω θέλω να βγάζω πάρα πολλά λεφτά, για να τα δίνω στον μπαμπά μου και να μη δουλεύει τόσο πολύ. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]