Επιστρέφοντας στο πατρικό της, πλάι στον Νείλο, η Ρενισένμπ προσπαθούσε να ξεχάσει τα οκτώ χρόνια ευτυχίας που είχε ζήσει κοντά στο νεαρό σύζυγό της, που τώρα βρισκόταν στο βασίλειο των νεκρών, κοντά στο Όσιρι. Όμως, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει στο σπιτικό του ιερέα Ιμχοτέπ, φύλακα του μαυσωλείου του ευγενή Μερεφθά και η νεαρή χήρα θα αγωνιζόταν μάταια να ξαναβρεί την ηρεμία που αποζητούσε. Όταν μάλιστα, στα μέσα του τρίτου μήνα της Πλημμύρας, ο Ιμχοτέπ θα γύριζε από το βορρά, όπου είχε πάει να επιθεωρήσει τα κτήματά του, φέρνοντας μαζί του και μια νεαρή παλλακίδα από την Μέμφιδα, την όμορφη Νοφρέτ, τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα πιο δύσκολα μέσα σ` αυτό το μεγάλο και σκοτεινό σπίτι. Οι δυσαρέσκειες θα μεγάλωναν, οι ψίθυροι θα πολλαπλασιάζονταν και το κακό θα έκανε την εμφάνισή του, με μια απερίγραπτη σειρά δολοφονιών. Η εξέλιξη της ιστορίας αυτής «τοποθετείται» στη Δυτική όχθη του Νείλου, στις Θήβες της αρχαίας Αιγύπτου, το 2000 π.Χ..
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]