Όταν τα πράγματα που είναι για μας πολύτιμα παραμένουν μετέωρα και εξόριστα, ανασαίνουν μέσα μας έναν αέρα αυτάρκειας και αυτοδυναμίας. Τα νιώθουμε υπερήφανα και ασφαλή, μακριά από κάθε υιοθεσία και ένταξη. Μόλις κωδικοποιηθούν και από clochards φορέσουν την τήβεννο που βαυκαλιστήκαμε πως τους ταιριάζει, τότε μου φαίνεται πως διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο: να ακινητοποιηθούν σ` ένα δελεαστικά ευρύχωρο καθεστώς - έστω και στο αθωότερο, όπως είναι το καθεστώς των σελίδων ενός βιβλίου.
Έτσι και με τα λογοτεχνικά κείμενα εικοσιπενταετίας που ακολουθούν. Διάσπαρτα σ` ένα ουράνιο στερέωμα, διεκδικούσαν μέσα σου μια ανανεούμενη ποιητική υποψηφιότητα· αρμοσμένα όμως στη σωρευτική λογική ενός αριθμημένου χάρτινου ουρανοξύστη, μπορεί να φαντάζουν και σαν τερατογονία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]