Το Σχέδιο Ανάν δεν πρέπει να θεωρηθεί περιπτωσιακή αντιμετώπιση ενός χρόνιου περιφερειακού προβλήματος. Παρά την καταψήφισή του στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, δεν θα εγκαταλειφθεί εύκολα από τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες το συνέθεσαν. Επομένως, επιβάλλεται η γνώση του αλλά και η γνώση των τυχόν ομοιοτήτων και παρεκκλίσεων που παρουσιάζει σε σχέση με τη διεθνή πρακτική σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Με αυτά τα δεδομένα στο παρόν βιβλίο εξετάζονται: η στρατηγική και οι θέσεις της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς για το Κυπριακό μετά το 1974 και οι προτάσεις για επίλυση μεταξύ 1975-2002, η προσπάθεια δημιουργίας, διά του Σχεδίου Ανάν, ενός προτύπου για τη διακυβέρνηση πολυεθνοτικών κοινωνιών που εξέρχονται από κρίσεις, οι βασικές παράμετροι του Σχεδίου Ανάν, με κριτήριο αντίστοιχα διεθνή παραδείγματα και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ειδικότερα εξετάζονται οι συνθήκες εγγυήσεως, οι βρετανικές βάσεις, οι έποικοι, οι περιουσίες, η αποστρατιωτικοποίηση και ο ρόλος του Δικαστηρίου στο πολιτειακό σύστημα, οι πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες θα χρειασθεί να εφαρμοσθεί το όποιο σχέδιο επιλύσεως του Κυπριακού και γίνεται σύγκριση με την περίοδο 1960-63, κατά την οποία οι δύο κοινότητες λειτούργησαν σε ενιαίο κράτος, η διαδοχή-συνέχεια του κράτους και η λεγόμενη «ταϊβανοποίηση» των κατεχομένων, ο τρόπος που το Κυπριακό τίθεται ως ιστορική συνέχεια μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα που αλλάζει και ο βαθμός που ανταποκρίνεται το Σχέδιο Ανάν σε κάτι τέτοιο, τα όρια και οι λύσεις που έχει θεωρητικώς αλλά και πρακτικώς ο ελληνισμός στη διάθεσή του για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]