Στα πενήντα και πλέον έτη ενασχόλησής μου με τον κλάδο της Κοινωνιολογίας, παρατήρησα ότι οι σχέσεις των ελλήνων πολιτών με τις Ένοπλες Δυνάμεις είναι διφορούμενες και πολλές φορές αινιγματικές για έναν εξωτερικό παρατηρητή. Ενώ, για παράδειγμα, οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων είκοσι ετών φέρουν το στρατό και τους ένστολους στις υψηλότερες βαθμίδες εκτίμησης του ελληνικού λαού, σε αντιδιαστολή με αυτή που αποδίδεται στους πολιτικούς παράγοντες, ωστόσο τόσο οι αναφορές για τις επεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας όσο και για τις διαδικασίες δευτερογενούς κοινωνικοποίησης όπως η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, δείχνουν να συγκεντρώνουν μόνο αρνητικά και πικρόχολα σχόλια από την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών και των `διαμορφωτών` κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα, πολλοί από τους τελευταίους δεν κρύβουν συχνά-πυκνά το θαυμασμό τους αλλά και την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε καθεστώτα στα οποία ο στρατός διαδραματίζει εμφανώς πρωτεύοντα ρόλο στην καθημερινή ζωή των πολιτών όπως αυτά της Τουρκίας και του Ισραήλ. Αυτή η σουρεαλιστική αντιμετώπιση του σώματος των ενστόλων από το σύγχρονο νεοέλληνα δεν είναι τίποτε άλλο από μια καθαρά άκρως θεωρητική ή εμπειρική προσέγγιση των σχέσεων στρατού και πολιτείας και κατά συνέπεια την εξαγωγή λανθασμένων, μη-αντικειμενικών επιστημονικών συμπερασμάτων για τα οποία φέρουν μεγάλο βαθμό ευθύνης και οι ίδιοι οι στρατιωτικοί. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]