Το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, "Στου Χατζηφράγκου", το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο και συγκαταλέχθηκε στα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, αναβιώνει δεξιοτεχνικά την ατμόσφαιρα των αρχών του αιώνα στη Σμύρνη. Πρωταγωνιστής του είναι η πόλη, είκοσι χρόνια πριν από την Καταστροφή, με το γλωσσικό της ιδίωμα, τα τοπωνύμια της, τις συνήθειες και τα έθιμά της. Το εμβόλιμο κεφάλαιο "Πάροδος" (στην αρχαία τραγωδία, το τραγούδι του Χορού όταν εισέρχεται στην ορχήστρα), με άλμα στο χρόνο, μας οδηγεί στην Αθήνα του 1962, όπου ένας ηλικιωμένος πρόσφυγας περιγράφει με σπαρακτικά λιτό τρόπο το τέλος της "ευτυχισμένης πολιτείας" και υπογραμμίζει την τραγική ειρωνεία: οι άνθρωποι ελπίζουν - η Ιστορία, σκληρή, αδιαφορεί.
Σήμερα στο "Ιζμίρ", εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν ο μαχαλάς του Χατζηφράγκου, υπάρχει άλσος· ελάχιστα είναι τα σημάδια της μαγευτικής πόλης με τους Έλληνες, τους Τούρκους, τους Φραγκολεβαντίνους, τους Αρμένηδες και τους Εβραίους, του κόσμου που αναπλάθει ο Κοσμάς Πολίτης - δίχως ούτε μία φορά να αναφέρει τη λέξη "Σμύρνη". Διότι, όπως λέει: "Για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα `ταν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομα τους".