Πιάνοντας να καταγράψω εδώ μερικά τελευταία καλοκαίρια στα ελληνικά νερά και να βάλω σε κάποια τάξη ορισμένους στοχασμούς για τον τόπο, αναλογίστηκα πως αν το γράψιμο δεν το πάρεις σα μια τέχνη όπως οι παμπάλαιες - πριν από την γραφή - το ζωγράφισμα, τη ρόδα του κανατά, τη δουλειά του χρυσικού, που οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα με κάποια τελική χρησιμότητα στη ζωή μας, δεν απομένει άλλο τίποτα από ένα ψέμα ή μια προσπάθεια μάταιη να πεις όχι με τα δικά της λόγια τη ζωή αλλά με τα δικά σου, τη ζωή που δε μιλάει, και να τη ζήσεις άλλη μια φορά τάχατες (με το γράψιμο) έξω από τη μοναδική φορά που μπορείς να τη ζήσεις - τη ζωή εκείνη που δε γράφει γιατί σβήνει όλα τα άλλα όσα οι άλλοι γράφουν για αυτή, και αναντικατάστατα μοναχά ζει, ζει και πάλι ζει, δεν ξέρει άλλο τίποτα, πηγή ύδατος αλλομένου απροσπέλαστη. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]