Και το πιστόλι πού το βρήκε; Δεν ξέρω πού το βρήκε. Κι ο άνθρωπος που λέει ότι σ` το έδωσε; Δεν τον ξέρω, δεν έχω ιδέα. Ας έρθει εδώ να δείτε αν με γνωρίσει. Εγώ παίρνω τσιγάρα βερεσέ. Και η γυναίκα του πού το βρήκε; Εγώ είμαι τσαγκάρης, δεν είμαι του βουνού. Ο αδερφός της ήταν του βουνού. Ίσως αυτός να είχε πιστόλια. Μπορεί να τον έχουν βάλει ψευδομάρτυρα να λέει ότι μου το έδωσε. Ώστε πιστεύεις ότι η γυναίκα σου αυτοκτόνησε; Κατά βάθος, ναι. Ήταν μελαγχολική. Μαγνητοφώνησα μια κουβέντα με τον φίλο της. Του έλεγε ότι θα αυτοκτονήσει. Έχω κασέτες που το μαρτυράνε. Και η κόρη μας το λέει, για τον φίλο της μητέρας της. Είχε λόγους να αυτοκτονήσει; Είχε λόγους, από έρωτα. Τη βασάνιζε ο έρωτας. Τον είχε αγαπήσει πολύ αυτόν. Της έκανε και εκβιασμό. Όλο αναστέναζε. Εγώ είμαι αθώος. Θα τα πως όλα στη δικαιοσύνη. Η γυναίκα μου δεκατέσσερα χρόνια τώρα ήταν εντάξει. Ώσπου ήρθε ο αστυνόμος και μου την ξελόγιασε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]