`Το τραίνο που διέσχιζε τον ύπνο μου`:
Πριν μια βδομάδα πάλι, τα χαράματα, είδα στον ύπνο μου ένα τραίνο.
Ήταν χειμώνας, λέει, και περπατούσα μόνος μου σε κάποιον απ` τους κάτω δρόμους της Καραβατιάς, όταν, αναπάντεχα, άκουσα μες στη νύχτα ένα σφύριγμα κι αμέσως ύστερα, είδα ένα τραίνο να `ρχεται απίστευτα αργά κατά το μέρος μου.
Τραίνο παλιό ήτανε, στο χρώμα του καπνού, και τα βαγόνια του ήταν ανοιγμένα στα δυό, σαν να τα `χε σκίσει, συμμετρικά, ένα θεόρατο πριόνι. Παρ` όλ` αυτά συνέχιζε κανονικά· με τον αέρα να περνά απέξω κι από μέσα του. Συνέχιζε να τρέχει αργά κι αθόρυβα πηγαίνοντας προς τη μεριά του σανατόριου με τα μεγάλα δέντρα.
Έψαχνα, λέει, από καιρό, να βρω τη μάνα μου, παρ` ότι ήξερα καλά πως έχει φύγει από τούτη τη ζωή εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. [...]