Είναι 31 Δεκεμβρίου, όταν ο Φλοράν φτάνει στο Φαβόλ, ένα χωριό του Ζεβοντάν. Χιονίζει, φυσάει κι ο Φλοράν μπαίνει στο χωριό ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες. Όχι επειδή έκανε κακό, αλλά επειδή του έκαναν. Στην οικογένεια που τον δέχεται, όλοι είναι έτοιμοι να τον βοηθήσουν. Ο Ζοέλ, ο πατέρας, υλοτόμος - γλύπτης. Η Μαριλέν, η μητέρα, δασκάλα. Έχουν τρία παιδιά. Είναι όλοι τους μουσικοί. Είναι όλοι τους συμπαθητικοί, προσηνείς, υπομονετικοί, γεμάτοι χιούμορ. Αλλά ο Φλοράν έρχεται από πολύ μακριά. Όταν η μπουρλ, ο τοπικός άνεμος, ουρλιάζει στ` αφτιά του, φυσάει στον λαιμό του, εκείνος νιώθει μιαν άλλη ανάσα. Όταν το χαρούμενο βήμα του Ζοέλ δρασκελίζει τον διάδρομο προς την κάμαρά του, αυτός ακούει άλλα βήματα. Κι όταν η Μαριλέν τού διηγείται, κατ` αίτησή του, την ιστορία του μυθικού Κτήνους του Ζεβοντάν, που καταβρόχθιζε τα παιδιά του τόπου, στα 1760, εκείνος σκέφτεται κάποιο άλλο Κτήνος. Ένα Κτήνος που ο Φλοράν ορκίστηκε να σκοτώσει. Όπου κι αν είναι. Ό,τι κι αν γίνει. Ό,τι κι αν του στοιχίσει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]