Η μελέτη αυτή επιχειρεί να ανασυστήσει την οικογενειακή κοινωνική ζωή του μοναστηριώτη εμπόρου Μιχαήλ Κατσουγιάννη μέσα από 7.000 λεπτομερείς ημερολογιακές εγγραφές εξόδων της περιόδου 1897-1911. Τα τρία χειρόγραφα σημειωματάρια ξαναζωντανεύουν το περιβάλλον και τις συνήθειες ενός αστικού πολυπρόσωπου νοικοκυριού, που διαβιούσε μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού, καθώς και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην τοπική αγορά εργασίας και εμπορευμάτων. Με την επικουρική χρήση και άλλων αρχειακών πηγών, ιδιωτικών και κρατικών, τα στοιχεία αυτά προσφέρουν σε τελική ανάλυση μια εναλλακτική όψη των εθνικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στο Μοναστήρι. Αναδεικνύεται ότι, ενώ η αστική ζωή, ο εκσυγχρονισμός και η οικονομική ενδυνάμωση των Βλάχων του Μοναστηριού τους οδηγούσε αναπόδραστα στην υιοθέτηση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο τρόπος της ζωής τους και το οικονομικό καθεστώς που συντηρούσαν ευνοούσαν τη συνειδητοποίηση και τη μαχητική εμφάνιση στην πόλη των σλάβων μικρεμπόρων, αγροτών και εποχιακών εργατών της περιφέρειας, που αναζητούσαν ασφάλεια, εύπορους πελάτες και λογικά ημερομίσθια. Έτσι, η αμοιβαία περιφρόνηση και σύγκρουση των δύο ομάδων ήταν αναπόφευκτη αλλά στην πράξη δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια που έθετε στην τοπική αγορά η πολιτισμική διάκριση της εργασίας και η τουρκική έννομη τάξη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]