Χαμηλά την ακτή ψαλίδισαν οι κόλποι,
Πανιά πολλά στ` ανοιχτά αρμένιζαν,
Κι εγώ στέγνωνα τ` αλμυρά μου μαλλιά
Σε βράχο πλατύ, από τη στεριά ένα μίλι.
Ένα πράσινο ψάρι γλιστρούσε σε μένα,
Ένας άσπρος γλάρος σε μένα πετούσε,
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της.
Όταν γύριζα αναβόσβηνε κιόλας
Από τα ανατολικά το φως του φάρου,
Κι ο καλόγερος στης Χερσονήσου την πύλη
Με ρωτούσε: `Που γυρνάς μες στη νύχτα;`. [...]