Βουητό στις λεωφόρους. Η πόλη, άγρυπνο ιστορικό άλλοθι, έτοιμη για όλα. Διορατική. Όποιος της αντισταθεί, φτωχός ή πλούσιος, την έβαψε. Βρίσκομαι στο φανάρι της Β λεωφόρου. Περιμένω να περάσω απέναντι. Κορναρίσματα, ταραχή. Έτρεμα στην ιδέα ότι μία ημέρα θα μας κατάπινε. Σήμερα, έτριζε τα δόντια από νωρίς το πρωί. Τι να συνέβη; Κάπου ανέμεσά μας, πάνω από την έρημό της, φανερώνεται ξέφρενη μια μέλισσα. Σταματώ να σκέφτομαι, κυκλοφορώ σαν παραλήρημα, βγάζω σπίθες μεσ` στο παραμύθι. [...]
(απόσπασμα από την ιστορία "Η πόλη μας δεν έχει βουνό")