«[. . .] δύο άνθρωποι, πηγαίναμε ανοργάνωτοι στα βάθη της Τουρκίας, γυρεύοντας φιρί φιρί το διάολό μας. [. . .] Θα περνάγαμε απ` τη Σμύρνη, θα φτάναμε στην Άγκυρα [. . .], θα διασχίζαμε κάθετα τη μακρινή Καππαδοκία [. . .] κι ύστερα θα κατεβαίναμε προς τη Μεσόγειο [. . .] (Αν ξέραμε τι κάναμε, δεν θα τολμούσαμε. . .)» Ο συγγραφέας του οδοιπορικού περιγράφει απρόσμενες καταστάσεις από το ταξίδι του στη γειτονική Τουρκία και καταγράφει τις εντυπώσεις του απ` αυτήν. Διατρέχοντας τις αχανείς εκτάσεις της Μεσοτουρκίας με βλέμμα δεκτικό στα ερεθίσματα και με την επικίνδυνη περιέργεια ενός πλάνητα, σχολιάζει - πολλές φορές με χιούμορ - τις ιδεοληψίες του, τους εμπεδωμένους φόβους ή τις χρόνιες προκαταλήψεις του. Αναμοχλεύει, μοιραία, τις δικαιολογημένες αντιθέσεις του και διαπιστώνει τις μεγάλες διαφορές (πολιτιστικές, κοινωνικές, αισθητικές) ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα εκφράζοντας, ωστόσο, και τη βαθιά επιθυμία του για την προσέγγιση των δύο λαών. Έτσι, ο συγγραφέας - ταξιδιώτης διέρχεται μέσα από μια διελκυστίνδα αισθημάτων - συμπάθειας και αποστροφής, αποδοχής και δυσπιστίας - που φαίνεται να βρίσκουν, ίσως, την ισορροπία τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]