Μόλις που είχε σκάσει ο ήλιος στο αντικρινό βουνό. Μια ακρούλα του φάνηκε, και όλα έγιναν τριανταφυλλένια, ο ουρανός, τα σύννεφα, οι χιονισμένες πλαγιές.
Ο Κωνσταντής πετάχτηκε από τα στρωσίδια κι έτρεξε να δει από το φεγγίτη, αν το έστρωσε το χιόνι. Άκουσε τη μάνα του που τάιζε έξω στην αυλή τις κότες: `Έλα, κοτούλες μου... Πι... Πι... Πι... Πι...`. [...]