(. . .) Δυο Γερμανοί με το πιστόλι στο χέρι, κυνηγούν ένα ψηλό, λιγνό άντρα, που ‘χε κιόλας πετάξει καταμεσής του δρόμου ένα σακί σιτάρι. Ακούγονται δυο πυροβολισμοί κι ο άντρας σταμάτησε, πιάνοντας το πόδι του στο μηρό. Οι Γερμανοί πλησίασαν. Του έκαναν έρευνα. Αυτός, αγέρωχος με μουστάκι και μια τούφα μαλλί ριγμένη στο ένα του μάτι, κοιτούσε ολόγυρα. Απ’ τα παράθυρα είχαν προβάλει πολλά κεφάλια. Άλλοι κρυφοκοίταζαν απ’ τις γρίλιες. Όλοι τον αναγνώρισαν. Ήταν ο Μήτσουλας ο σαλταδόρος. Γνωστός με δράση στα γερμανικά φορτηγά. Ο ίδιος δεν πρέπει να πείνασε ποτέ σ’ αυτή την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Όλοι βέβαια ήξεραν πως από τα κλεμμένα, τα περισσότερα τ’ άφηνε στις γειτονιές για τον κόσμο. Ένας διωκόμενος ήρωας των πεινασμένων. Του φόρεσαν χειροπέδες και τον πήραν στο φορτηγό. Κανείς δεν ξανάδε το Μήτσουλα, το σαλταδόρο, στη γειτονιά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]