`Ολόκληρος ο ουρανός φωτιζόταν από μια κόκκινη λάμψη, που γινόταν πιο φωτεινή στον ορίζοντα, μια και η πόλη είχε πάρει φωτιά. Η Άννα, πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί όρθια. `Αν καθίσω κάτω δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ· θα πεθάνω`. Είχε τώρα συγκεντρώσει το μυαλό της σε μια σκέψη μόνο. Έπρεπε να γυρίσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε πίσω στην Κάθυ και στο Νίκι`.
Η Άννα ήταν 13 χρονών, όταν άρχισε ο πόλεμος. Η αδελφή της, η Κάθυ, ήταν 8 και ο αδελφός της, ο Νίκι, 6. Ζούσαν σ` ένα μικρό χωριό της Γερμανίας και τα άλλα παιδιά τους φώναζαν τσιγγάνους και εβραίους και τους πέταγαν πέτρες, γιατί είχαν μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια.
Αυτή είναι η ιστορία τριών παιδιών από τη Γερμανία στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πώς κατάφεραν να μεγαλώσουν με τους βομβαρδισμούς, τις πυρκαγιές, την Γκεστάπο, τα τρένα, τα ταξίδια και πώς ενηλικιώθηκαν μέσα στη δίνη του πολέμου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]